Στο ρωμαίϊκο δεν υπάρχει ο κλασικός συντηρητισμός, ο οποίος επιχειρηματολογεί ότι «ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και ότι κάθε αλλαγή εμπεριέχει ένα επικίνδυνο ρίσκο με αμφίβολο αποτέλεσμα». Αντιθέτως θάλλει ο «συντηρητισμός της βαριεστημάρας» που λέει ότι όλα πρέπει να αλλάξουν αλλά όχι τώρα, όχι έτσι, κι όχι τόσο. Είναι ο συντηρητισμός που συνήθως αποτυπώνεται στις εκφράσεις: 1) «τι τα θέλουμε αυτά τώρα;», 2) «μα καλά... αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας;» 3) «σιγά την αλλαγή! Αν δεν αλλάξουν οι δομές δεν γίνεται τίποτε». Το τελευταίο είναι ο συντηρητισμός του ΚΚΕ μεταλλαγμένος. Ως γνωστόν οι αρτηριοσκληρωτικοί του Περισσού θεωρούν επικίνδυνο σοσιαλδημοκρατικό τερτίπι οτιδήποτε γίνεται δίχως επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα.
Ετσι, τον Φεβρουάριο του 2004 πολλοί σήκωσαν το φρύδι, όταν ο κ. Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την εκλογή προέδρου από τη βάση. Κάποιοι, μάλιστα, χλεύαζαν: «Συμμετοχική δημοκρατία; Τι αμερικανιά είναι πάλι ετούτη;». Βεβαίως τότε η εκλογή πρόεδρου από τη βάση έμοιαζε με φάρσα. «Τι νόημα έχουν οι εκλογές με έναν υποψήφιο;» είπαν πολλοί κοιτάζοντας το δένδρο. Μεγαλύτερο δίκιο είχαν όσοι έλεγαν ότι η διαδικασία ήταν πρόχειρη. Κανείς δεν ήξερε πώς θα γίνει η ψηφοφορία, ποιος θα ψηφίσει, σε ποια «εκλογικά» κέντρα κ.λπ.
Οι κριτικές που ακούστηκαν τότε είχαν πραγματική βάση. Εξίσου πραγματικό, όμως, είναι ότι το 2004, ύστερα από πολλά χρόνια, έγινε κάτι καινούργιο εντός των κομμάτων. Δειλά και πρόχειρα στην αρχή, λίγο πιο οργανωμένα μετά. Το 2007, που επαναλήφθηκε η εκλογή αρχηγού από τη βάση, η διαδικασία δεν ήταν τέλεια, αλλά είχε χάσει πολλά από τα χαρακτηριστικά της φάρσας: οι υποψήφιοι ήταν δύο, έγινε κανονική προεκλογική εκστρατεία, υπήρξε μηχανοργάνωση, εκλογικά κέντρα κ.λπ. Είναι σίγουρο ότι φέτος που η Νέα Δημοκρατία θα εκλέξει με τον ίδιο τρόπο πρόεδρο, η διαδικασία θα είναι ακόμη πιο καλά οργανωμένη.
Το σημαντικό όμως είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα μπολιάστηκε με μια νέα διαδικασία, σαφώς πιο δημοκρατική. Αν όμως χανόταν το παράθυρο ευκαιρίας του 2004 -τότε που ο κ. Παπανδρέου είχε τον κομματικό και μιντιακό αέρα στα πανιά του- δεν θα γινόταν ποτέ. Και αυτό είναι ένα μάθημα για το ρόλο της συγκυρίας: Μερικά πράγματα πρέπει να γίνονται στον χρόνο τους και ας μοιάζουν πρόχειρα. Με το ίδιο σκεπτικό πρέπει να δούμε και την πρωτοβουλία για την προκήρυξη με βιογραφικά των πολιτικών θέσεων ευθύνης.
Γι’ αυτή την πρωτοβουλία υπάρχουν χονδρικά δύο αντιρρήσεις. Η μία λέει ότι η διαδικασία δεν είναι αρκούντως αξιοκρατική και η άλλη λέει το ακριβώς αντίθετο: η διαδικασία δεν είναι αρκούντως πολιτική. Η αλήθεια είναι ότι ουδείς λογικός άνθρωπος θα προσλάμβανε Γενικό Γραμματέα υπουργείου μέσω ΑΣΕΠ. Δηλαδή δεν θα τοποθετούσε έναν Χρυσαυγίτη Γ.Γ. Προστασίας του Πολίτη ακόμη κι αν αυτός είναι εξπέρ στις τακτικές των ES-A για «την καταστολή των ταραχών». Από την άλλη μεριά ουδείς εχέφρων άνθρωπος θα έκανε τον κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη Ειδικό Γραμματέα αποκρατικοποιήσεων, ακόμη κι αν είχε διδακτορικό από το Χάρβαρντ. Σε θέσεις πολιτικής ευθύνης, τα άτομα πρέπει να έχουν κάποιες κοινές αντιλήψεις με το κυβερνών κόμμα. Το ερώτημα όμως είναι «πόσο κοινές;».
Η αντίθετη κριτική έχει τον αχό του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: Σε όλες τις θέσεις πολιτικής ευθύνης οι άνθρωποι πρέπει να ταυτίζονται με το κόμμα, διότι «πολιτική δεν γίνεται με βιογραφικά» και «πειράματα αυτού του τύπου είναι μεταμοντερνισμός χωρίς πολιτική υπόσταση».
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιλήψεις υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος που θέλει τις θέσεις πολιτικές (αλλά όχι αυστηρά κομματικές) και με προσόντα. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν ξέρει την ορθή αναλογία μεταξύ πολιτικού και προσοντολογίου. Ο άριστος συγκερασμός θα προκύψει μόνο μέσα από διαδοχικές δοκιμές, τη συνακόλουθη κριτική αυτών των δοκιμών, την αλλαγή του μείγματος κ.ο.κ. Αυτό όμως προϋποθέτει ειλικρινή, ζωντανό δημόσιο διάλογο και ουχί βαριεστημένο - εκείνον που ασχολείται με τους πολιτικούς και τα καβγαδάκια τους. Το μόνο θετικό είναι ότι, αφού έγινε η αρχή και υπήρξε η ρωγμή στο κομματικό κράτος, υπάρχουν ελπίδες, αργά ή γρήγορα, να βρούμε το κατάλληλο μείγμα