Για 13η φορά από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, περίπου 7 εκατ. πολίτες προσέρχονται σήμερα στις κάλπες για να εκλέξουν αφενός τους 300 εκπροσώπους τους στη Βουλή των Ελλήνων και αφετέρου την κυβέρνηση η οποία θα αναλάβει τις τύχες της χώρας για το επόμενο διάστημα. Το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται για δεύτερη- και τελευταία- φορά σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, σε συνδυασμό με όλες τις προβλέψεις που θέλουν να έχει, λίγο ως πολύ, «προεξοφληθεί» η σειρά κατάταξης των κομμάτων, η οποία φαίνεται να παραμένει αμετάβλητη από τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, έχει καταστήσει σχεδόν αποκλειστικά ζητούμενα της σημερινής κάλπης αφενός την επίτευξη ή μη αυτοδύναμης μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αφετέρου το εύρος που θα έχει η προσδοκώμενη αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Με δεδομένη μάλιστα την άρνηση
των ηγεσιών όλων των κομμάτων, όπως τουλάχιστον εκφράστηκε προεκλογικά, να στέρξουν σε σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος, η επίτευξη ή μη- οριακής ή άνετης - αυτοδυναμίας θα κρίνει εν πολλοίς και το κατά πόσον, αργότερα ή γρηγορότερα, θα οδηγηθούμε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα διεξαχθεί με το ήδη ψηφισθέν από την απερχόμενη κυβέρνηση νέο εκλογικό σύστημα που διευκολύνει τον στόχο του πρώτου κόμματος για την εκλογή 151 βουλευτών.
Η πορεία προς την αυτοδυναμία που έχει να διανύσει το κόμμα το οποίο θα καταταγεί πρώτο στο σύνολο της Επικρατείας, παρομοιάζεται από τους ειδικούς αναλυτές με «κούρσα ενός δρομέα που τρέχει αντιμέτωπος με το χρονόμετρο», το οποίο, εν προκειμένω, είναι το δικό του ποσοστό. Η διαδρομή, ωστόσο, κρύβει ορισμένα - μικρότερα ή μεγαλύτερα- «μυστικά», τα οποία επιχειρούμε να αποκωδικοποιήσουμε στο ρεπορτάζ που ακολουθεί:
1. Η διαφορά των κομμάτων
Το περίφημο «κλείσιμο της ψαλίδας», για το οποίο τόσο πολλά ακούσαμε στη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, δεν διαδραματίζει απολύτως κανέναν ρόλο στον αριθμό των εδρών που θα λάβει το πρώτο κόμμα. Ακόμη και στο ακρότατο ενδεχόμενο που η διαφορά η οποία χωρίζει το πρώτο από το δεύτερο κόμμα είναι της τάξεως της... μιας ψήφου, ο νικητής των εκλογών λαμβάνει ως «μπόνους» 40 έδρες και οι υπόλοιπες 260 κατανέμονται σε όλα τα κόμματα που ξεπερνούν στο σύνολο της Επικρατείας το 3% και λαμβάνουν έτσι το «εισιτήριο» εισόδου στην επόμενη Βουλή.
2. Ο «πήχης» για τους «111 + 40»
Το πρώτο κόμμα, έχοντας τις 40 σίγουρες έδρες του «μπόνους», χρειάζεται για την αυτοδυναμία να επιτύχει ποσοστιαία επίδοση τέτοια που να του εξασφαλίζει άλλους 111 βουλευτές από την αναλογική κατανομή των υπολοίπων εδρών. Το ποσοστό αυτό, που αντιπροσωπεύει τον αποκαλούμενο «πήχη της αυτοδυναμίας», είναι, κατ΄ ανώτατο όριο, το 42,69%. Μπορεί, όμως, να υποχωρήσει ως και τρεις ή τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες, έτσι ώστε να προκύπτει αυτοδυναμία ακόμη και με επίδοση του πρώτου κάτω από 40%, ποσοστό που διακυμαίνεται αναλόγως του αριθμού των κομμάτων τα οποία θα συμμετάσχουν στην αναλογική κατανομή των εδρών.
3. Η κοινοβουλευτική διάρθρωση
Η κομματική διάρθρωση της επόμενης Βουλής είναι- με έμμεσο ωστόσο τρόπο- ένας από τους κρίσιμους παράγοντες για την αυτοδυναμία. Ειδικοί εκλογολόγοι εκτιμούν βασίμως ότι όσο λιγότερα κόμματα συμμετάσχουν στην κατανομή των εδρών τόσο χαμηλότερα θα βρεθεί ο «πήχης της αυτοδυναμίας». Η τετρακομματική Βουλή (που μπορεί να προκύψει εφόσον, επί παραδείγματι, δεν μπει στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ) διευκολύνει την αυτοδυναμία. Αντίθετα το ενδεχόμενο εξακομματικής κοινοβουλευτικής σύνθεσης (με την είσοδο, π.χ., και των ΟικολόγωνΠρασίνων που ξεπέρασαν το 3% στο μειωμένο, όμως, αριθμητικά εκλογικό σώμα των τελευταίων ευ ρωεκλογών) δυσχεραίνει τον στόχο του πρώτου κόμματος.
4. Οι «χαμένες» ψήφοι
Η κοινοβουλευτική διάρθρωση συνδέεται άρρηκτα με τις λεγόμενες «χαμένες» ψήφους, το ποσοστό, δηλαδή, που θα λάβουν οι σχηματισμοί οι οποίοι δεν θα κατακτήσουν το 3% για να αποκτήσουν δικαίωμα εκλογής βουλευτών. Οι αθροιστικές επιδόσεις των κομμάτων αυτής της κατηγορίας επιδρούν άμεσα στην αυτοδυναμία και, εφόσον αυτή έχει επιτευχθεί, στο εύρος της, καθώς οι έδρες που- θεωρητικώς- δικαιούνται οι εξωκοινοβουλευτικοί σχηματισμοί μοιράζονται αναλογικώς στα υπόλοιπα κόμματα, κάτι που πρωτίστως ενισχύει τον νικητή. Με ένα ποσοστό, επί παραδείγματι, 5% για τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, το πρώτο κόμμα εκλέγει 152 βουλευτές ακόμη και με ποσοστό κάτω από 41%, ενώ με τους εκτός Βουλής σχηματισμούς στο 1,5%, το πρώτο κόμμα ακόμη και με 42% θα βρεθεί οριακά κάτω από τον «πήχη της αυτοδυναμίας», εκλέγοντας 150 βουλευτές που μπορεί - με το ίδιο ακριβώς ποσοστό του πρώτου- να γίνουν αυτοδύναμη πλειοψηφία 152 εδρών, εφόσον οι «εξωκοινοβουλευτικοί» ανεβούν στο 2,5%. Επίσης αν τα «μικρότερα» βρεθούν στο 7%, τότε η αυτοδυναμία προκύπτει με 39,7% για τον πρώτο, ο οποίος με τους «μικρούς» στο ίδιο επίπεδο και δική του επίδοση περί το 42% εξασφαλίζει άνετη πλειοψηφία 157 ή 158 εδρών.
5. Οι μεγάλες περιφέρειες
Οι πολυάνθρωπες περιφέρειες του λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκης, στις οποίες ψηφίζει περισσότερο από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και εκλέγουν συνολικά 108 βουλευτές, θωρούνται από όλους τους ειδικούς ότι θα είναι εκείνες που θα δώσουν τον «αέρα νίκης» στο πρώτο κόμμα. Η αναλογικότητα ωστόσο που προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό των εδρών που διαθέτουν οι επτά αυτές περιφέρειες (πέντε στην Αττική και δύο στη Θεσσαλονίκη), δίνουν την ευκαιρία εκλογής βουλευτών και στα μικρότερα κόμματα και περιορίζουν τα κέρδη του πρώτου σε έδρες. Για παράδειγμα, αν το ΠαΣοΚ επιβεβαιώσει το προβάδισμά του στην κάλπη μπορεί να ελπίζει στην εκλογή επιπλέον 4 ή 5 βουλευτών στη Β΄ Αθηνών (είχε 14 το 2007), καθώς και από έναν ως δύο στις άλλες περιφέρειες της πρωτεύουσας, όπως και στους περισσότερους μεγάλους νομούς. Στην πλειονότητά τους οι έδρες αυτές που αναμένεται να κερδίσει το ΠαΣοΚ, όπως και τα ενδεχόμενα επιπρόσθετα κέρδη σε έδρες των μικρότερων κομμάτων, θα αποσπαστούν από τη ΝΔ, η οποία, εφόσον είναι δεύτερη, κινδυνεύει με βαριές απώλειες που μπορεί να φθάσουν στους έξι με επτά λιγότερους βουλευτές στη Β΄ Αθηνών (είχε 17 το 2007) και σε έναν ή δύο βουλευτές σε καθεμία από τις άλλες περιφέρειες.
6. Οι μεσαίες περιφέρειες
Βαρύτερες ωστόσο θα είναι για τη ΝΔ, εφόσον καταταγεί δεύτερη, οι απώλειες που θα υποστεί στις μεσαίου μεγέθους εκλογικές περιφέρειες, καθώς θα βρεθεί στη δυσχερή θέση να εκλέγει λιγότερους βουλευτές από το ΠαΣοΚ ακόμη και σε νομούς που θεωρούνται παραδοσιακά της «κάστρα» και θα καταφέρει να διατηρήσει το τοπικό προβάδισμα. Μεγάλες ανατροπές αναμένεται να υπάρξουν σε πενταεδρικούς νομούς, όπως η Καρδίτσα, όπου το 2007 η κατανομή ήταν 4-1 υπέρ της ΝΔ ή τα Χανιά και τα Δωδεκάνησα όπου το ΠαΣοΚ, αν και πρώτο τοπικά, εξέλεξε δύο βουλευτές έναντι τριών της ΝΔ. Με το ΠαΣοΚ πρώτο πανελλαδικά εξάλλου, και προκειμένου να καλυφθεί το «μπόνους» των 40 εδρών, θα αντιστραφεί το 3-1 του 2007 υπέρ της ΝΔ σε όλες τις τετραεδρικές περιφέρειες (Εβρος, Καβάλα, Πέλλα, Ημαθία, Πιερία, Βοιωτία, Κορινθία), ενώ το ίδιο θα συμβεί με το 2-1 των προηγούμενων εκλογών σε τριεδρικές περιφέρειες, όπως η Αρτα, η Αρκαδία και ενδεχομένως η Δράμα.
7. Οι μονοεδρικές και οι έδρες Επικρατείας
Απλούστερα είναι τα πράγματα στις οκτώ μονοεδρικές περιφέρειες για τις οποίες στο ΠαΣοΚ τρέφουν ελπίδες να επικρατήσουν σε όλες, πλην της Φωκίδας, αν και αυτό δεν θα έχει επίπτωση στον συνολικό αριθμό των εδρών που θα λάβει κάθε κόμμα, αφού προκύπτει ως συνάρτηση της συγκεντρωτικής επίδοσής τους σε όλη τη χώρα. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις 12 έδρες του ψηφοδελτίου Επικρατείας οι οποίες κατανέμονται με βάση την πανελλαδική επίδοση κάθε κόμματος. Τα προγνωστικά των ειδικών θέλουν στη σημερινή κάλπη να διακυβεύεται μόνο μία έδρα Επικρατείας, η οποία θα «παιχτεί» ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Για να τη λάβει ο τελευταίος, θα πρέπει η επίδοσή του να είναι μεγαλύτερη από την απόσταση που θα έχει η ΝΔ από το 32%, το οποίο εκτιμάται ότι θα είναι το όριο για να «κλειδώσουν» οι τέσσερις έδρες που μπορεί να θεωρούν δεδομένες στη Ρηγίλλης.