Από την εξέλιξη αυτών των μετατοπίσεων μέχρι και ανήμερα των εκλογών θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό τόσο οι επιδόσεις των δύο κομμάτων εξουσίας όσο και ο συσχετισμός της δύναμής τους, ένας συσχετισμός που διαμορφώνει και τη μορφή του δικομματισμού στην εκάστοτε εκλογή.
Αν οι παραπάνω δημοσκοπικές τάσεις είναι ανθεκτικές, και φαίνεται πως είναι ακόμα και στη «θερμή φάση» της προεκλογικής περιόδου, τότε θα επαληθευτούν και στην κάλπη. Αυτό σημαίνει ότι το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου θα υπάρχει ένα καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα, με την αθροιστική δύναμη του δικομματισμού να κινείται προς το 80%, τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση να σχηματίζει κυβέρνηση με ευχερή κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και ποσοστό εκλογικής δύναμης της τάξης του 43%, την ψήφο της Ν.Δ. να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο και τον εκλογικό χάρτη της χώρας να γνωρίζει μια σαφή μεταβολή.
Η έκταση αυτής της μεταβολής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και δεν μπορεί τούτη τη στιγμή να εκτιμηθεί σε ποια επίπεδα θα βρεθεί. Υπάρχουν ωστόσο μακροσκοπικές σταθερές και ευκρινείς διαιρέσεις στον εκλογικό χάρτη.
Ο άξονας Βορρά - Νότου
Ηπειρος και Θεσσαλία
Η Ηπειρος και η Θεσσαλία είναι δύο περιοχές οι οποίες συγκαταλέγονται στις περιπτώσεις εκείνες που η Ν.Δ. επιβεβαίωσε μετά το 1996 τη δυναμική της στον αγροτικό χώρο απέναντι σ' ένα αστικά εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Ο «πράσινος κάμπος» του Μαρίνου Αντύπα και η «ξεχασμένη Ελλάδα» της «Αναπαράστασης» του Αγγελόπουλου έδωσαν ζωτική ανάσα εξουσίας στην «Αλλαγή» το 1981 και το 1993, για να μεταστραφούν, από την εκλογή του 2000, σε έναν δεξιό λαϊκισμό τού «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», της υπόσχεσης μιας «μάχης για τη φέτα» στις Βρυξέλλες. Στην Ηπειρο, η Ν.Δ. έχει το χαμηλό της κοντά στο 42% από το 1977 και μετά. Στη Θεσσαλία, κάτι λιγότερο. Αν απολέσει το 10% της δύναμής της αυτής στην κάλπη της 4ης Οκτωβρίου, σημαίνει ότι χάνει το πλεονέκτημα της «λαϊκής δύναμης» που την έφερε στην εξουσία, ότι χάνει τη φωνή των «λησμονημένων της ανάπτυξης». Η υποψηφιότητα του κ. Καραμανλή στη Λάρισα έχει να κάνει περισσότερο μ' αυτό και λιγότερο με την υποψηφιότητα του κ. Γαρουφαλιά με τον ΛΑΟΣ.
Η... «Παλαιά Ελλάδα»
Από τη συνοριακή γραμμή της «Παλαιάς Ελλάδας» μένουν η Πελοπόννησος, η Στερεά και η Αττική. Στην πρώτη, η Ν.Δ. δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Από τις μόνες περιοχές, μαζί με τη Δυτική Μακεδονία, που έχει αδιάλειπτη κυριαρχία. Και είναι αυτή η περιοχή που διαταράσσει τη διαίρεση Βορρά-Νότου στον εκλογικό χάρτη. Ενδεχομένως γιατί η Πελοπόννησος ορίζει ακόμα αυτάρεσκα τα σύνορα για τον εαυτόν της, πέρα από την τυπική γεωγραφία της. Ομως, το δέμας της στη μεγάλη χώρα του εκλογικού σώματος είναι μικρό. Στη Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια και η Βοιωτία είναι περιφέρειες που κάνουν ρευστή τη σχέση των πόλων του δικομματισμού, απέναντι στη δεξιά αδρότητα της Φωκίδας και τον εγνωσμένο συντηρητισμό της Φθιώτιδας.
Και μένει η Αττική. Με την υπερμεγέθη Β' Αθηνών που κρίνει την κάλπη σε όλη τη χώρα. Δεν έχει να θυμηθεί κανείς παρά τις εκλογές του 2000, όταν το ΠΑΣΟΚ καταγράφει ένα 43,9% σε αυτή την περιφέρεια που του εξασφαλίζει οριακή νίκη 1 μονάδας στην επικράτεια. Από το 1981, με εξαίρεση τις τρεις εκλογές της περιόδου '89-'90, οι συσχετισμοί επιρροής στη Β' Αθηνών είναι δυσμενείς για τη Ν.Δ. Ακόμα και τη στιγμή της ηγεμονίας της, στην εκλογή του 2004, δεν μπόρεσε να κάνει τη μεγάλη διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ, επιτυγχάνοντας απλώς μια ισοδυναμία. Σε συγκυρία δεινής οικονομικής κρίσης και δεδομένης της ταξικής διάρθρωσης αυτής της περιφέρειας, καθώς και της «λαϊκομετωπικής» εκλογικής ιστορίας της, η κάλπη της 4ης Οκτωβρίου θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την τάση που καταγράφηκε σε προεκλογικές δημοσκοπήσεις, με τη Ν.Δ. να βρίσκεται εκεί όπου ήταν το 1985, το 1993, το 1996 και το 2007, κάπου ανάμεσα στο 32% και το 35%. Και μία επίδοση αυτής της τάξης δεν θα μπορέσει να αντισταθμιστεί από το προβάδισμα που μπορεί να έχει η Ν.Δ. στις προνομιακές γι' αυτήν Α' Αθηνών και Α' Πειραιώς, όπου όμως και ο «γνήσιος νεοδημοκράτης», ο κ. Καρατζαφέρης, βρίσκει αξιοσημείωτη απήχηση...