Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Καλαμπουράκι κι οι ματωμένοι τοίχοι στην Μπουμπουλίνας;

Χώρος για τις νέες προεκλογικές γιγαντοαφίσες υπάρχει, και δεν είναι άλλος από τον χώρο όπου υψώθηκαν τα συνθήματα-δολώματα των πρόσφατων ευρωεκλογών, κάμποσα από τα οποία μένουν στη θέση τους, μισοσκισμένα ή μισοσβησμένα, σαν τεκμήρια ειρωνείας. Εμπνευση, πάντως, δεν φαίνεται να υπάρχει γερή, έτσι όπως αναλώθηκαν και εξαντλήθηκαν οι δελεαστικές λέξεις, εξ ου και η αργοπορία στην εμφάνιση των προπαγανδιστικών πινακίδων. Αλλά και οι τηλεοπτικές διαφημίσεις των κομμάτων καθυστερούν, σημάδι κι αυτό ότι κάποτε κουράζονται και οι διαφημιστές, εκτός από τα περιβόητα θινκ τανκ που θρυλείται ότι διαθέτουν τα κόμματα. Ωσπου να εμφανιστούν, λοιπόν, οι καινούργιες ψηφοθηρικές ρεκλάμες που θα αντικαταστήσουν τα διαβόητα παπαγαλάκια, μπορούμε να απολαύσουμε, τρόπος του λέγειν, τις «προεκλογικές» αυτοδιαφημίσεις των καναλιών, τα οποία, εκτός που πολιτεύονται γενικώς σαν μηχανισμοί ισχυρότεροι και από τους κομματικούς, αυτοδιαφημίζονται ακριβώς με τη λογική των κομμάτων.

Μέρες τώρα παίζει η διαφήμιση ενός καναλιού που μας δείχνει σαφέστερα απ’ οτιδήποτε άλλο (π.χ. από τον λόγο των πολιτικών ηγετών) ποια πνευματική φάση ακριβώς διανύουμε σαν χώρα. Πρόκειται για ένα φιλμάκι που, για να προπαγανδίσει την εκπομπή ενός τηλεζεύγους, κονιορτοποιεί και γελοιοποιεί την ιστορία, και το οποίο, άλλο κακό σημάδι αυτό, δεν φαίνεται να ενόχλησε ιδιαίτερα. Πάει καιρός που τα πάντα μάς φαίνονται φυσικά, αφού έχει κριθεί ότι τα πάντα είναι αναλώσιμα και εκμεταλλεύσιμα. Η κάμερα, λοιπόν, παρουσιάζει ένα μπουντρούμι (ας πούμε στην Μπουμπουλίνας). Στο μπουντρούμι μπαίνει ένας τύπος ντυμένος Γερμανός αξιωματικός που μιλάει τα ελληνικά όπως στις ταινίες του Τζέιμς Πάρις. Σιδηροδέσμια, με ρούχα σκισμένα, κρεμασμένη στον τοίχο, η «ηρωίδα». Ο αξιωματικός την πιέζει να ομολογήσει. Αυτή αντιστέκεται, ώσπου της τάζει να τη βγάλει στον ουρανό της τηλεόρασης. Και τα λοιπά και τα λοιπά.

Ποια είναι αυτά τα λοιπά; Στο συντηρητικό μου μυαλό (που ίσως επηρεάστηκε από την κραυγή ενός ογδοντάρη: «α, τους αγύρτες!»), δεν είναι παρά η απόλυτη προσβολή, για ολίγην τηλεθέαση, ανθρώπων που τον καιρό εκείνο τον δεινότατο υπήρξαν πράγματι ήρωες και ηρωίδες, για να μπορούμε τώρα εμείς να παίζουμε μαζί τους, να τους καταντάμε ύλη διαφημιστική, να περιγελάμε το αίμα τους, να ποντάρουμε ανενδοίαστα και αναιδέστατα πάνω στη θυσία τους. Το φιλμάκι υποτίθεται ότι παίζει, ότι είναι χαριτωμένο, ότι κάνει πλάκα, με τον ίδιο ή και χειρότερο τρόπο που κάνουμε πλάκα όταν γράφουμε ή λέμε ανέκδοτα για Εβραίους στο Αουσβιτς.

Δεν κινδυνεύει η μνήμη των νεκρών από την ύβρι. Των ζωντανών η μνήμη όμως, η δική μας, κινδυνεύει. Κινδυνεύει να φυράνει, να αρρωστήσει, να μάθει να χωνεύει και να συγχωρεί τα πάντα, και τα χυδαιότατα ακόμα. Εντάξει. Το να διαφημίζεται με κλαρίνα και φουστανέλα ένας αριθμός τηλεφωνικών πληροφοριών που λήγει στη χρονολογία της Επανάστασης του ’21 είναι καλαμπουράκι. Αλλά καλαμπουράκι κι οι ματωμένοι τοίχοι στην Μπουμπουλίνας;